ξανθοχρωμία

ξανθοχρωμία
η
1. ανθρωπολ. φυλετικό ή ατομικό γνώρισμα που βασίζεται στο ξανθό χρώμα τών τριχών τού σώματος, αλλά και στο λευκό χρώμα τού δέρματος και στο γαλανό τής ίριδας τών οφθαλμών
2. ιατρ. κίτρινη χρώση τού δέρματος, ιδίως τών πελμάτων και τών παλαμών, τού εγκεφαλονωτιαίου υγρού και τού πλάσματος τού αίματος, η οποία οφείλεται σε μακροχρόνια λήψη καροτενοειδών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthochromia < ξανθός + -χρωμία (< χρώμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξανθοχρωματικός — ή, ό [ξανθοχρωμία] αυτός που εμφανίζει ξανθοχρωμία («ξανθοχρωματικό πλάσμα αίματος») …   Dictionary of Greek

  • ξανθοδερμία — η η ξανθοχρωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthoderm (< ξανθός + δέρμα)] …   Dictionary of Greek

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”