- ξανθοχρωμία
- η1. ανθρωπολ. φυλετικό ή ατομικό γνώρισμα που βασίζεται στο ξανθό χρώμα τών τριχών τού σώματος, αλλά και στο λευκό χρώμα τού δέρματος και στο γαλανό τής ίριδας τών οφθαλμών2. ιατρ. κίτρινη χρώση τού δέρματος, ιδίως τών πελμάτων και τών παλαμών, τού εγκεφαλονωτιαίου υγρού και τού πλάσματος τού αίματος, η οποία οφείλεται σε μακροχρόνια λήψη καροτενοειδών ουσιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthochromia < ξανθός + -χρωμία (< χρώμα)].
Dictionary of Greek. 2013.